- ἐννέωροι
- ἐννέωροςin the ninth seasonmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NOVEMCUBITALIS — Graece Εἰνάπηχυς, apud Lycophronem Cassandrâ. Γυναιξὶ δ᾿ ἔςται τεθμὸς ἐτχώριος ἀεὶ, Πενθεῖν τὸν εἰνάπηχυν Αἰακοῦ τρίτον. Et feminis lex semper indigenis erit, Cubitûm novenûm flere tertium Aeaci etc. Achillis epitheton; non quod tot praecise… … Hofmann J. Lexicon universale
εννέωρος — (I) ἐννέωρος, ον (Α) (επικ. επίθ.) 1. αυτός που έχει ηλικία εννέα ετών 2. αυτός που διαρκεί εννέα έτη 3. αυτός που γίνεται κάθε ένατο έτος (ο στιχ. Ομ. Οδ. τ. 179 «Μίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής» κατά τον Πλάτ. σημαίνει: ο Μίνως… … Dictionary of Greek